οἰκονόμω

οἰκονόμω
οἰκόνομος
one who manages a household
masc nom/voc/acc dual
οἰκόνομος
one who manages a household
masc gen sg (doric aeolic)
οἰκονόμος
masc nom/voc/acc dual
οἰκονόμος
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οικονομώ — έω και άω και κονομάω (ΑΜ οἰκονομῶ, έω) [οικονόμος] νεοελλ. 1. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω για μελλοντικές μου ανάγκες («δεν μπόρεσε να οικονομήσει τίποτε ύστερα από τόσα χρόνια εργασίας») 2. εξοικονομώ, εξευρίσκω, προμηθεύομαι 3. παρέχω σε… …   Dictionary of Greek

  • οικονομώ — οικονόμησα, οικονομήθηκα, (οι)κονομημένος 1. αποταμιεύω, βάζω στην άκρη χρήματα. 2. εξοικονομώ, προμηθεύομαι, βρίσκω: Πού το οικονόμησες αυτό το βιβλίο; 3. προμηθεύω, εφοδιάζω κάποιον με κάτι: Θα σου οικονομήσω μερικά χρήματα. 4. εξυπηρετώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκονομῶ — οἰκονομέω manage as a house steward pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰκονομέω manage as a house steward pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκονόμῳ — οἰκόνομος one who manages a household masc dat sg οἰκονόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκονόμωι — οἰκονόμῳ , οἰκόνομος one who manages a household masc dat sg οἰκονόμῳ , οἰκονόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοικονομώ — έω, Α [οἰκονομῶ] 1. οικονομώ, διευθετώ εκ τών προτέρων, καταστρώνω σχέδιο 2. μέσ. προοικονομοῡμαι (ρητ.) προτάσσω στον λόγο …   Dictionary of Greek

  • διοικονομώ — διοικονομῶ ( έω) (AM) [οικονομώ] κανονίζω, διευθετώ …   Dictionary of Greek

  • ευοικονόμητος — εὐοικονόμητος, ον (ΑΜ) εύπεπτος, ευκολοχώνευτος αρχ. τακτοποιημένος καλά. επίρρ... εὐοικονομήτως (Α) με τάξη, καλά τακτοποιημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οικονομώ] …   Dictionary of Greek

  • κατοικονομώ — κατοικονομῶ, έω (Α) διαχειρίζομαι καλά, διευθετώ («εἰ δὲ κατοικονομήσειε τὴν περὶ ταῡτα χρείαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκονομῶ «είμαι οικονόμος, τακτοποιώ»] …   Dictionary of Greek

  • κονομώ — βλ. οικονομώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”